Αν και η Πολωνία τα τελευταία χρόνια έχει δηλώσει ότι θα κρατήσει μια εναλλακτική ενεργειακή στρατηγική για να μειώσει τη χρήση του Ρωσικού πετρελαίου, η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αποτελεί μόνο την αρχή των προκλήσεων στην πολωνική αγορά.

Μέχρι στιγμής Πολωνία εισήγαγε αργό πετρέλαιο χρησιμοποιώντας δύο κύριες διαδρομές: τον αγωγό Druzhba, που εκτείνεται από τη Ρωσία, μέσω Λευκορωσίας, στην Πολωνία (η πολωνική χωρητικότητα είναι 50 εκατομμύρια τόνοι πετρελαίου) και τον σταθμό Naftoport του Γκντανσκ (με ετήσια δυναμικότητα χειρισμού 40 εκατομμυρίων τόνων), που συνδέεται με τον αγωγό αργού πετρελαίου της Πομερανίας (25 εκατομμύρια τόνοι) με τα διυλιστήρια του Γκντανσκ (10,7 εκατομμύρια τόνοι ικανότητας επεξεργασίας) και τα διυλιστήρια του Płock (16,3 εκατομμύρια τόνοι).

Το ποσοστό του ρωσικού πετρελαίου στην Πολωνία ανήλθε σε 95,5% το 2012, 63,1% το 2021 και περίπου 60% το 2022. Σύμφωνα με στοιχεία του Φεβρουαρίου 2022, η Πολωνία συνέχισε να εισάγει περίπου το 10% του πετρελαίου της από τη Ρωσία με βάση ένα συμβόλαιο μεταξύ της PKN Orlen και της Tatneft, το οποίο ισχύει μέχρι το τέλος του 2024. Από την άλλη πλευρά η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Καζακστάν, η Νιγηρία και Νορβηγία καταλαμβάνουν το 90% των παροχών. Σημειώνεται ότι μετά τη συγχώνευσή του με τη Lotos, ο κρατικός ενεργειακός κολοσσός PKN Orlen είναι η μόνη εταιρεία που είναι υπεύθυνη για την εισαγωγή πετρελαίου στην Πολωνία.

Τον Μάρτιο του 2022, ο πρωθυπουργός Mateusz Morawiecki δεσμεύτηκε ότι η Πολωνία θα εγκαταλείψει εντελώς το ρωσικό πετρέλαιο μέχρι το τέλος του έτους ως απάντηση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε. Την ίδια στιγμή, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου στις θαλάσσιες διαδρομές οι προσπάθειες της Πολωνίας και της Γερμανίας να συμπεριλάβουν τον αγωγό Druzhba στις κυρώσεις δεν ήταν επιτυχείς επειδή η νότια γραμμή της μέσω της Ουκρανίας τροφοδοτεί την Τσεχική Δημοκρατία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία. Αυτές οι χώρες αντιτάχθηκαν σε ένα εμπάργκο, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν σύντομα το ρωσικό πετρέλαιο μέχρι το 2024. Ως αποτέλεσμα, η PKN Orlen δε μπορεί να σταματήσει να λαμβάνει ρωσικές προμήθειες, μιας και διαχειρίζεται τα διυλιστήρια στην Τσεχική Δημοκρατία μέσω της εταιρείας Unipetrol.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση – μαζί με την G7 και την Αυστραλία – έχουν, ωστόσο, καθιερώσει μια ανώτατη τιμή για τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου που δεν επηρεάζονται από το εμπάργκο. Αυτός είναι ένας τρόπος περιορισμού των εσόδων της Ρωσίας από τις πωλήσεις πετρελαίου δεδομένης της έλλειψης συναίνεσης σχετικά με το πλήρες εμπάργκο στις εισαγωγές. Εάν οι ρωσικές εταιρείες δεν συμμορφωθούν, το φορτίο τους δεν θα είναι ασφαλισμένο και δεν θα μπορούν να προσεγγίσουν νέους πελάτες. Η Ρωσία απάντησε σε αυτές τις κυρώσεις με τις δικές της αντικυρώσεις, σταματώντας απότομα τις προμήθειες ανεξάρτητα από το αν η χώρα έχει υπογράψει συμβόλαιο με τις ρωσικές εταιρίες.

Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή, η Πολωνία έχει επιβάλει την υποχρέωση σε όλες τις εταιρείες που εισάγουν καύσιμα να συσσωρεύουν αποθέματα επαρκή για τρεις μήνες προμήθειας. Αυτός ο νόμος δοκιμάστηκε στην πράξη την εποχή του 2019, όταν ο αγωγός Druzhba σταμάτησε να λειτουργεί για 49 ημέρες λόγω ρωσικής μόλυνσης αργού, για την οποία η πολωνική πλευρά δεν έχει λάβει ακόμη αποζημίωση.

Μάρκος Μαυρίδης